- ἑκαταβόλος
- ἑκᾰτᾱβόλος, ον, [dialect] Dor. for ἑκατηβ-, Terp.2, Tim.Pers.249.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑκαταβόλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκαταβόλου — ἑκατάβολος masc/fem/neut gen sg ἑκαταβόλος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκαταβόλων — ἑκατάβολος masc/fem/neut gen pl ἑκαταβόλος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκαταβόλε — ἑκαταβόλος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκατηβόλος — ἑκατηβόλος, ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α) αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β συνθετικό βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός… … Dictionary of Greek